ἀμέσους

ἀμέσους
ἄμεσος
immediate
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • προγονισμός — ο, Ν βιολ. το φαινόμενο τής επανεμφάνισης σε κάποιο οργανισμό χαρακτήρων που ανήκουν στους άμεσους, πλησιέστερους προγόνους του, όπως λ.χ. στον παππού ή στον προπάππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… …   Dictionary of Greek

  • φιλόλαος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στον Κρότωνα της Ιταλίας. (5oς αι. π.Χ.). Τα στοιχεία τα σχετικά με τη ζωή του είναι αβέβαια και εμποδίζουν την ανάπλαση της ιστορίας της πυθαγόρειας σχολής, στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕ) — Όργανο της ΕΕ με αρμοδιότητα την επαλήθευση της νομιμότητας και της κανονικής κατάστασης των εσόδων και των δαπανών της ΕΕ, καθώς και την εξασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1977,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”